- γενολό(γ)ι
- το см. γεννολόγι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γενολό(γ)ι — το η καταγωγή: Το γενολό(γ)ι τους τραβάει από την Ανατολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)